Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ο χαμένος αδελφός, Hans Ulrich Treichel





                          




Μια γερμανική οικογένεια προσπαθώντας να ξεφύγει από το ρωσικό στρατό το 1945, χάνει τον πρωτότοκο γιο, τον Άρνολντ.  


''Ο αδελφός μου καθόταν γελαστός πάνω σε μια άσπρη κουβερτούλα και κοιτούσε το φακό.. Τον έλεγαν Άρνολντ, σαν τον πατέρα μου. Ο Άρνολντ ήταν ένα χαρούμενο παιδί, έλεγε η μητέρα μου ενώ κοιτούσε τη φωτογραφία. Δεν έλεγε τίποτε άλλο , ούτε εγώ έλεγα τίποτα και κοιτούσα τον Άρνολντ που καθόταν πάνω στην άσπρη κουβερτούλα του και ήταν ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τι τον έκανε ευτυχισμένο όταν γύρω του μαινόταν ο πόλεμος.. Τον ζήλευα για την ευτυχία του, ζήλευα την άσπρη κουβερτούλα του και ζήλευα τη θέση που κατείχε στο λεύκωμα με τις φωτογραφίες. Ο Άρνολντ ήταν στην πρώτη σελίδα του λευκώματος, μπροστά από τις φωτογραφίες του γάμου των γονιών μου αλλά κι από τα πορτραίτα των παππούδων μας , ενώ εγώ ήμουν στις πίσω σελίδες. 
Επιπλέον η φωτογραφία του Άρνολντ  ήταν αρκετά μεγάλη ενώ οι περισσότερες από τις φωτογραφίες όπου ήμουν κι εγώ ήταν μικρές, για να μην πω μικροσκοπικές. 
.. Για παράδειγμα, ένα από αυτά τα μικροσκοπικά στιγμιότυπα έδειχνε μια πισίνα με πολλά παιδάκια μέσα κι ένα από αυτά ήμουν εγώ. Το μόνο που μπορούσες να ξεχωρίσεις από μένα ήταν το κεφάλι μου , γιατί τότε δεν ήξερα να κολυμπώ και καθόμουν μέσα στο νερό που μου έφτανε σχεδόν μέχρι το σαγόνι. Αλλά και το μισό μου κεφάλι ήταν κρυμμένο πίσω από ένα παιδί που στεκόταν μπροστά μου μέσα στο νερό κι έτσι η μικροσκοπική φωτογραφία έδειχνε μόνο ένα μέρος από το κεφάλι μου ακριβώς πάνω από την επιφάνεια του νερού. Κι επιπλέον, το μέρος του κεφαλιού μου που φαινόταν το κάλυπτε μια σκιά , προφανώς του παιδιού που στεκόταν μπροστά μου κι επομένως το μόνο που μπορούσες να δεις από μένα ήταν το δεξί μου μάτι''

Ο δεύτερος γιος μεγαλώνει στη σκιά του αδελφού του και διηγείται όπως μόνο ένα οχτάχρονο παιδί μπορεί: λέγοντας τραγικά πράγματα με κωμικό τρόπο. Όταν οι γονείς του αποκαλύπτουν πως ο Άρνολντ δεν έχει πεθάνει αλλά έχει απλά χαθεί και θα προσπαθήσουν να τον ψάξουν, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα. Το ορφανό 2307 περιπλέκει την κατάσταση, η υπηρεσία που το προστατεύει δεν τους αφήνει να το δουν για να μην υποστεί ψυχολογικό τραύμα, οι ειδικές εξετάσεις (πόδια, δόντια, κρανίο, αυτιά) όλης της οικογένειας επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και η απειροελάχιστη πιθανότητα γίνεται βεβαιότητα για τη μητέρα που δεν παύει να ελπίζει. Το ορφανό μοιάζει στο δεύτερο γιο αλλά τα δυο παιδιά δεν μοιάζουν στους γονείς .  Τελικά είναι ή δεν είναι ο Άρνολντ;

Μια κωμικοτραγωδία που βρίσκει τη λύση της - μια απλή και μη αναμενόμενη λύση στις τελευταίες της γραμμές,  μετά από ένα απολαυστικό ταξίδι 117 σελίδων.

Ο χαμένος αδελφός, Hans Ulrich Treichel, μεταφ. Βερίνα Χωρεάνθη, σελ 117, εκδ Περίπλους, 2001

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Όλη η Ελλάδα γράφει;








Αν τελικά όλα τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής είναι πράγματι πάντα γεμάτα, αν οι συμμετοχές στους πανελλήνιους διαγωνισμούς - τουλάχιστον σε αυτούς που αναρτώνται στο facebook - όσο πάνε και αυξάνονται έως ασφυξίας και αν όντως πληθαίνουν οι ήδη πολλές ομάδες των κοινωνικών δικτύων που έχουν σχέση με τη λογοτεχνία , τότε στ' αλήθεια είμαστε μια χώρα που γράφουμε.
Το λέω αυτό γιατί κάποτε μια ψυχή με ρώτησε με συνωμοτικό ύφος : ''Γράφετε κι εσείς;'' και υπήρχε μια τέτοια παλλόμενη συγκίνηση σ' αυτή της τη φράση που ταράχτηκα και πείστηκα πως κάτι μεγάλο ετοιμάζεται αθόρυβα απ' άκρη σ' άκρη σ΄αυτή τη χώρα και ένιωσα μια περηφάνια που ανήκα κι εγώ σ'αυτήν την μυστική κάστα αυτών που ''έγραφαν''.
Μετά σταμάτησα να γράφω και έμεινα στο στέρεο έδαφος εκείνων που διαβάζουν .
 Θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε αν και σε άλλες χώρες έχουν τόσοι το όνειρο να γίνουν συγγραφείς . Ωστόσο πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι καλύτερο αυτό το συλλογικό όνειρο σε σχέση με το άλλο, εκείνο που χρωμάτιζε τα κυριακάτικα βράδια μας τα προηγούμενα χρόνια, με νότες και τραγούδια και σκηνικές παρουσίες ταλαίπωρων που ''δεν το 'χαν''. 
 Τουλάχιστον εδώ απαιτείται κόπος και συνέπεια και τέλος πάντων , σε ένα χωραφάκι που το σκάβεις, το σκάβεις συνεχώς , κάποιος καλός σπόρος μπορεί να πέσει και να καρπίσουν καλές σοδειές , κάποιο καλό βιβλίο θα φτάσει στη σκαμμένη γη και θα αφήσει το λίπασμά του. 


Γιατί γράφουμε; Η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο νου είναι ''για την αθανασία'' . Αυτό. Ούτε λεφτά, ούτε πόνος , ούτε κάτι άλλο ταπεινά θεωρώ μπορεί να κρατήσει άσβεστη μια φλόγα για δεκαετίες . Είναι αυτό το κάτι μέσα μας που διψά για διάρκεια - ε, κι αν συνδυάσουμε και την έκδοση ενός βιβλίου με αναγνώριση και δόξα και όλα τα ωραία παρελκόμενα , τότε είναι εύκολο να συμπεράνουμε γιατί κάμποσοι θέλουν να γίνουν συγγραφείς. Βέβαια, η ψυχρή λογική μας θα παρέμβει χαιρέκακα και θα πει πως αυτοί που το '' θέλουν'' εγκεφαλικά, ήδη είναι ένα βήμα πίσω, γιατί αν ήταν για να είναι , πολύ απλά θα ήταν ήδη , καρδιακά, παρορμητικά, εκ γενετής , δε θα μπορούσαν να μην είναι. Ω, ας μην είμαστε όμως αυστηροί , εξάλλου  ο καθένας μας δεν συγγράφει τη ζωή του, λέξη λέξη, φράση φράση; 

Ναι , θα συμφωνήσω ότι τόνοι χαρτιού θυσιάζονται στις λογοτεχνικές ανησυχίες των επίδοξων συγγραφέων αλλά γιατί αυτό να είναι κατ' ανάγκη κακό; Ποιος μπορεί να αρνηθεί την έκφραση του κάθε ανθρώπινου πνεύματος; Κάτι που εγώ το βρίσκω γελοίο, για κάποιον άλλο μπορεί να είναι η ανείπωτη αλήθεια του και μπορεί να συντονιστεί και να συγκινηθεί με αυτό- ποιος θα του το αρνηθεί; 

Απ ' την άλλη, το αισθητήριο καλλιεργείται- ένα ευήκοον ους μπορεί να μάθει να ξεχωρίζει την ''καλή'' λογοτεχνία και να αφήσει πίσω άτεχνα και πρόχειρα έργα, γιατί η άλλη άποψη λέει πως άλλο πράμα λογοτεχνία κι άλλο ημερολόγιο, πως υπάρχουν κανόνες που σμιλεύτηκαν στο πέρασμα αιώνων και πως όλη αυτή η γραμματεία δεν μπορεί να σβηστεί και να αφεθεί το πνεύμα μας να παραδέρνει εκεί από όπου ξεκίνησε πριν αιώνες , αδούλευτο και τυφλό.

Ας είναι. Καταλήγω πως καλό μας κάνει η συγγραφική ενδοσκόπηση κι αν έχουμε κι ένα μεγάλο όνειρο να μας τρέφει καλό είναι κι αυτό. Κι ας έχει πια η χώρα αυτή πολλούς να διαβάζουν και να γράφουν- πού ξέρεις; Μπορεί να είμαστε ήδη ένα φυτώριο. Εξάλλου και τούτα τα διαδικτυακά σχεδιάσματα, ένα άλλο φτιασίδωμα της ματαιοδοξίας μας δεν είναι;

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

''Σε μια γερμανική πανσιόν '' , Κάθριν Μάνσφιλντ






Δε φαντάστηκα βλέποντας το εξώφυλλο σε έναν υπαίθριο πάγκο ότι το ''Σε μια γερμανική πανσιόν '' της Κάθριν Μάνσφιλντ θα ήταν τόσο δυνατό, το υποψιάστηκα ωστόσο όταν διάβασα την πρώτη φράση :

 ''Σερβίρισαν την ψωμόσουπα''. 

Η υπόθεση - ή καλύτερα οι διάλογοι- διαδραματίζεται σε μια πανσιόν κάπου στη Γερμανία, όπου οι εύποροι ένοικοι περνούν αρκετές μέρες κάνοντας ''θεραπείες '' για διάφορες ασθένειες .
Η ίδια η συγγραφέας είχε παραμείνει κάποτε σε μια τέτοια πανσιόν.  Πολύ λίγοι κατονομάζονται, οι περισσότεροι είναι γενικά ο Κύριος Σύμβουλος, η Χήρα, η Κυρία Ιατρού. 
Οι ένοικοι είναι ενοχλητικοί, σχολιάζουν ακατάπαυστα με καλυμμένη αδιακρισία, γεμάτοι προκαταλήψεις. Οι πρωταγωνίστριες πάντως είναι οι γυναίκες που απελπίζονται ή θριαμβεύουν και που πίσω από την επιτήδευση κρύβουν τις αδυναμίες τους. Οι άντρες αφήνονται να πιστεύουν ότι κυριαρχούν - στην πραγματικότητα είναι υποχείρια. Οι ιστορίες που παρεμβάλλονται - εξαιρετικά δυνατές - συμβάλλουν στην αίσθηση εσωτερικότητας του έργου.
Το πιο ωραίο είναι ο τρόπος , απλή γραφή , συμπυκνωμένη, καμία λέξη χωρίς σημασία, με ένα ειρωνικό χιούμορ να διαφαίνεται κάθε τόσο αλλά όχι να επισκιάζει . 

''Εγώ έκανα εννιά παιδιά και ζουν όλα , δόξα σοι ο Θεός ''.. [...]
''Υπέροχα!'' αναφώνησα.
''Υπέροχα'' επανέλαβε περιφρονητικά η Χήρα, περνώντας πάλι τη φουρκέτα στον κότσο που στεκόταν ισορροπημένος στην κορυφή του κεφαλιού της . ''Καθόλου! Μια φίλη μου έκανε τέσσερα παιδιά ταυτόχρονα. Ο άντρας της χάρηκε τόσο πολύ που έκανε ένα σούπερ πάρτι και τα έβαλαν όλα πάνω στο τραπέζι.Φυσικά η φίλη μου ήταν πολύ περήφανη.''
''Η Γερμανία'', είπε με βροντερή φωνή ο Ταξιδιώτης δαγκώνοντας μια στρογγυλή πατάτα που είχε καρφώσει με το μαχαίρι του, ''είναι η πατρίδα της Οικογένειας''
Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή σε ένδειξη σεβασμού. 
Τα πιάτα αλλάχτηκαν για βοδινό , φραγκοστάφυλλα και σπανάκι. Σκούπισαν τα πιρούνια τους πάνω στο μαύρο ψωμί και άρχισαν πάλι''


Η Βιρτζίνια Γουλφ είχε δηλώσει ότι ''ζηλεύει'' το γράψιμο της Μάνσφιλντ, λέει στον επίλογο του βιβλίου. Το πιστεύω.



 ''Σε μια γερμανική πανσιόν '' , Κάθριν Μάνσφιλντ, σελ 143 εκδ. Το Ποντίκι




Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Τι θα γινόταν αν ο Καμύ είχε facebook;





Αγαπητό μου διαδικτυακό ημερολόγιο,

Αναρωτιέμαι αν καμιά φορά αναρωτιέσαι , τι θα συνέβαινε αν είχες υπάρξει μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Αν δηλαδή είχες ξεκινήσει την εποχή του Καμύ ή και του Κάφκα, αν είχαν ανοίξει blog και λογαριασμό στο facebook o Χέμινγουεϊ ας πούμε και ο Φώκνερ -ή και ο Κούντερα- μπορείς πραγματικά να φανταστείς τι θα είχε συμβεί; Και  εννοώ λογαριασμό προσωπικό , όχι εκείνους τους διαφημιστικούς που ανοίγουν οι εκδοτικοί οίκοι την σήμερον . Αν θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε έτσι άμεσα- μέσα από το facebook - με έναν μεγάλο συγγραφέα, τι θα συνέβαινε;

Έστω ότι ο μεγάλος συγγραφέας έχει προσωπικό λογαριασμό και μπαίνει στον κόπο να αναρτά σκέψεις και να σχολιάζει ο ίδιος τα γραφόμενα των φίλων του. Βέβαια θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποιοι από τους γνωστούς , μεγάλους συγγραφείς θα είχαν τη διάθεση να κάθονται και να γράφουν μέρα παρά μέρα τα εσώψυχά τους- και θα μου πεις πως και τα βιβλία τους εσώψυχα είναι αλλά θα αντιπαραβάλλω το ότι τα βιβλία είναι επιμελημένο προϊόν νοητικής επεξεργασίας ενώ ένα αυθόρμητο σχόλιο για μια ταινία ή ένα ηλιοβασίλεμα είναι κάτι τελείως διαφορετικό- ας δεχθούμε όμως ότι κάποιοι συγγραφείς θα ήταν διατεθειμένοι για τέτοια αμεσότητα.

Έστω λοιπόν ότι ο σαρανταπεντάχρονος Καμύ σχολίαζε κάτι για ένα ηλιοβασίλεμα στο facebook . Το πιθανότερο νομίζω είναι ότι θα δεχόταν μερικές εκατοντάδες Like , ενώ τα σχόλια θα ήταν πολύ λιγότερα ίσως κάτω από διακόσια.  Κι αν αυτό που σχολίαζε ήταν κάτι φιλοσοφικό τότε σίγουρα τα σχόλια θα ήταν λιγότερα από πενήντα. Γιατί άραγε; Για τον απλό λόγο ότι εύκολα εκφράζεις το θαυμασμό σου απέναντι σε έναν ''μύθο'' και δύσκολα-ω, πολύ δύσκολα!- του απευθύνεις λόγο ως ίσος προς ίσο και χαίρεσαι μια απολαυστική κουβεντούλα μαζί του. Ποιοι άραγε θα ήταν αυτοί οι διαδικτυακοί φίλοι τους που θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τον Καμύ ή τον Μπόρχες (λέμε τώρα) χωρίς να προσπαθούν να φανούν πνευματώδεις , χωρίς να λένε πίσω από τις λέξεις ''Κοιτάξτε με , συνομιλώ με τον Καμύ, είμαστε φιλαράκια'', χωρίς τελικά να γίνονται γελοίοι;  Πολύ λίγοι, πιθανότατα αυτοί που θα μπορούσαν να είναι φίλοι μαζί τους και στην πραγματική ζωή. 
Άρα μια τέτοια δυνατότητα διαδικτυακή , θα πρόσφερε σε εμάς κάτι λιγότερο από την απόλαυση της παρακολούθησης των συνομιλιών τους - γιατί αυτομάτως θα παραδεχόμασταν σιωπηλά ότι είμαστε άξιοι μόνο να παρακολουθούμε και όχι να μετέχουμε και αυτό έχει μέσα του μια αδιόρατη πικρία. 

Αν βέβαια γινόμασταν ''φίλοι '' με τον εικοσάχρονο Καμύ , αυτό θα ήταν κάπως διαφορετικό. Μπορεί να ήμασταν συμφοιτητές του ας πούμε ή συνάδελφοι κι εκείνος δε θα είχε γίνει ακόμη μύθος, θα ήταν ευκολότερο να κάνουμε πλάκα μαζί του και να σχολιάζουμε γεγονότα . Σαγηνευτική εικασία ε; Σκέψου τι θα μας προσέφερε μια τέτοια αλληλεπίδραση - πόσο πιο προσιτές θα ήταν οι μεγάλες σκέψεις , πόσο θα μπορούσε να ακονιστεί το πνεύμα μας. Σου φαίνονται λίγο υπερβολικά αυτά,  κάπως αφελή και ρομαντικά; 
Σκέψου τώρα τι συμβαίνει στις μέρες μας, πόσοι βιλιόφιλοι είναι φίλοι με συγγραφείς φτασμένους και αναγνωρισμένους ή  με νέους συγγραφείς, φερέλπιδες ή επίδοξους. Ξέρεις τι σκέφτομαι; 

Ότι πια,  μόνο από τα λεγόμενα ενός συγγραφέα στο facebook, από τις αντιδράσεις και τις απαντήσεις του, μπορείς να καταλάβεις την ευφράδεια, το πάθος του, τη λογοτεχνική του σκέψη, μπορείς να δεις την σαρκαστική του διάθεση και την αίσθηση του χιούμορ, να εκτιμήσεις την ευγένειά του , τον συγκροτημένο του νου και το θάρρος του, μπορείς ακόμη πολύ αδρά να προβλέψεις τον αέρα των γραπτών του κειμένων προτού καν τα διαβάσεις. Ή μπορεί να δεις και άλλα πράγματα, φιλαυτία, υπεροψία, διάθεση κολακείας, συντακτικά λάθη (!), αερολογίες που πείθουν κάποιους πως είναι φιλοσοφημένες σκέψεις, ναρκισσισμό, έλλειψη φαντασίας . Πλέον αυτή η αλληλεπίδραση που αρκετοί τις προηγούμενες δεκαετίες λαχταρούσαν , αυτή η ευκολία προσέγγισης των μεγάλων πνευμάτων - έστω και σε ένα βαθμό- υπάρχει πια στις μέρες μας. 

Και το καλύτερο είναι ότι μπορείς να καταλάβεις εκείνους που πραγματικά έχουν στόφα συγγραφέα και λογοτεχνικό βάθος- ακόμη κι αν δεν είναι  αναγνωρίσιμοι στις ομάδες του facebook  ή ακόμη κι αν δεν έχουν προς το παρόν εκδώσει κάτι- από εκείνα που λένε κι από κείνα που αποσιωπούν . Και σκέψου , τι ευλογία, όταν θα έχεις αποθησαυρίσει μερικές τέτοιες συζητήσεις από συνομηλίκους που στο μέλλον θα διαπρέψουν, όταν παρακολουθείς συγγραφείς εν τη γενέσει και εν τη εξελίξει τους. 
Συναρπαστικό;

 Μη λυπάσαι λοιπόν που δεν πρόλαβες να απολαύσεις τον Καμύ στο facebook. 

Γιατί απλά , ο μελλοντικός Καμύ είναι ήδη ανάμεσά μας.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

''Πες μου να έρθω κι όλα τ'αφήνω..αλλά πες μου το'' , 'Αλμπερτ Εσπινόσα






΄΄Συνέχισα να σημειώνω τα στοιχεία της δουλειάς. Όπως πάντα, η φωνή που μου ανέθετε κάτι προσπαθούσε να ακούγεται ήρεμη αλλά διαφαινόταν ένας φρικτός πανικός. 
Ξεπερνούσε σχεδόν δεκαπέντε ή δεκαέξι φορές τον φόβο ενός παιδιού που μόλις θα έχανε τις αμυγδαλές του. Είναι που πάντοτε είχα ως μέτρο του φόβου εκείνη την πρώτη μου τρομάρα. 
''Τι ηλικία έχει το παιδί;'' ρώτησα.
Αν ήταν μικρότερο από έντεκα ετών , δε δεχόμουν ποτέ τη δουλειά. Ήμουν πολύ αυστηρός μ'αυτόν τον κανόνα. Μακάρι να ήμουν τόσο ξεκάθαρος όσο με τη δουλειά μου και με τα υπόλοιπα πράγματα στη ζωή μου. 
''Τώρα θα κλείσει τα δέκα''απάντησε ο άντρας στο τηλέφωνο. Η φωνή του έσπασε ελαφρά.
Αυτό καθιστούσε αδύνατο να αναλάβω την περίπτωση αλλά εξακολουθούσα να ρωτάω. Υποθέτω για να μην κλείσω και βρεθώ αντιμέτωπος μαζί της. Χρειαζόμουν χρόνο να αποφασίσω τι θα κάνω, τουλάχιστον λίγο ακόμη..
''Πότε εξαφανίστηκε;'' 
Αν  ήταν λιγότερο από τρεις μέρες ή περισσότερο από δύο χρόνια, δε θα το αναλάμβανα. Ήταν κάτι σαν κώδικας. Με τον καιρό ανακάλυψα πως οι κώδικες έχουν νόημα στη δουλειά, στη σχέση ποτέ.
''Ακριβώς δύο μέρες'' . Δύο στα δύο. Αυτή δεν ήταν υπόθεση για μένα. 
Έπρεπε να φερθώ ρεαλιστικά και να το ξεκαθαρίσω σε εκείνον τον άνθρωπο πριν ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι μπορούσα να τον βοηθήσω''

Ο Ντάνι δέχεται ένα τηλεφώνημα για μια νέα υπόθεση εξαφάνισης παιδιού , την στιγμή που η σύντροφός του ετοιμάζει τις βαλίτσες της για να τον εγκαταλείψει. Καθώς πηγαίνει στο Κάπρι , τον τόπο που ζει η οικογένεια του παιδιού , που επίσης συνδέεται με αναμνήσεις από τη δική του φυγή από το σπίτι στα δεκατρία του χρόνια, κάνει μια βουτιά στο παρελθόν προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει το παρόν του. Η δική του παιδική ηλικία έχει από όλα, βασανιστικά ερωτήματα που δε μοιάζουν με των άλλων παιδιών, εμπειρίες δυνατές -που από έναν εξωτερικό παρατηρητή δε φαίνονται ως τέτοιες- και μια τραγικότητα καθόλου μελοδραματική , που συγκινεί αλλά δεν καταρρακώνει , ειπωμένη με την απλότητα ενός παιδιού και την ψύχραιμη ματιά ενός ενήλικα.
 Η ιστορία λοιπόν εξελίσσεται περισσότερο στο παρελθόν με συνεχή φλας μπακ, καθώς ο ήρωας προσπαθεί να κατανοήσει το παρόν του μέσα από το φακό του παρελθόντος , με μια παράλληλη επείγουσα υπόθεση να τρέχει στο τώρα . 
Η διήγηση σταματά συνέχεια - ή μάλλον διακόπτεται από το παρόν και δύο ιστορίες του παρελθόντος που αποκαλύπτονται σιγά σιγά- ίσως περισσότερο σταδιακά από ότι μπορούσα να αντέξω. 
Αν και γενικά είναι μάλλον καλογραμμένο, χαριτωμένο και έχει μια σπιρτάδα, μου φάνηκε κάπως εξόφθαλμα ηθελημένη όλη αυτή η διακοπή και επανασύνδεση και τα φλας μπακ ελαφρώς στημένα, όπως όταν κάποιος προσπαθεί επίτηδες να μας κρατήσει το ενδιαφέρον. 

Πάντως , αυτό που με παρακίνησε περισσότερο στην αγορά του, η υπεροχή του -όπως διατείνεται το οπισθόφυλλο- έναντι της  Κομψότητας του σκαντζόχοιρου της Μπαρμπερύ, ομολογώ πως δεν το είδα..




''Πες μου να έρθω κι όλα τ'αφήνω..αλλά πες μου το''   , 'Αλμπερτ Εσπινόσα, σελ 238, εκδ Πατάκη, Μάιος 2014




Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

''Το ζουμί του πετεινού'' Γιάννης Μακριδάκης





''Τελικά την έσπασε τη ρημάδα και ξέδωσε. Παραμονή Τσικνοπέμπτης ήτανε, γύρω στις εννιά το βράδυ , σαν πέταξε το τασάκι και την επήρε την παρουσιάστρια στο δόξα πατρί, της έκοψε την ανάσα πάνω που πήγαινε να πει τα πιο σημαντικά νέα · ένα τσαφ έγινε, πεταχτήκανε κάτι σπίθες , πέσανε και τα φώτα του μαγαζιού, αλλά από κείνη την ώρα και ύστερα σα να συνήλθε ο Παναγής, πήγε για ύπνο πιο ήσυχος και με την αυγή σηκώθηκε σαν καινούργιος, σα να μην πέρασε ποτέ την κρίση εκείνη , έβαλε κι ένα ριφάκι στο φούρνο για να τσικνίσουνε το βράδυ μαζί με το Θωμά, τον φίλο του τον κυνηγό , που ανηφόρισε κατά κει από νωρίς κι εκείνος, βαστούσε κι έναν πετεινό για πεσκέσι, πρωί πρωί τον έσφαξε για να του τον πάει διότι ήξερε πως ήτανε πια λιγόψυχος ο Παναγής , δεν έκανε για τέτοιες δουλειές, τον εγνώριζε καλά ο Θωμάς, απ' όξω κι ανακατωτά, ιδέα όμως δεν είχε για την κατάστασή του την τελευταία''

Στην αρχή είπα να μετρήσω πόσες τελείες υπάρχουν σε αυτήν τη μικρή νουβέλα των 92 σελίδων. Έπειτα το πήρα απόφαση πως το έργο διαβάζεται με μια ανάσα και ίσως μάλιστα να γράφτηκε κι έτσι, με μια γραφή, χωρίς πολλά περάσματα . Η γλώσσα του είναι  χειμαρρώδης, τόσο αυθόρμητη που μοιάζει σχεδόν ακατέργαστη. Το θέμα του είναι σχετικά απλό- αν και έχει κάποιο διδακτισμό. 

 Ένας αγρότης , ο Παναγής, ευτυχισμένος κι αποτραβηγμένος στο αγρόκτημά του με τη γυναίκα του Θεοδοσία, τα φυτά και τα ζώα του που πια μόνο φροντίζει- και δεν σφάζει- μαθαίνει μια μέρα πως η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση και πως ξεπουλιούνται όλα στους δανειστές. Η αναστάτωσή του και η προσπάθειά του να πείσει για την ομορφιά της αυτάρκειας που δίνει η ζωή κοντά στη φύση τους παρουσιαστές της τηλεόρασης είναι πολύ συμπαθητική. Ο Παναγής είναι ένας χαρακτήρας οικείος, είναι ο παππούς μας ή ο θείος μας ή ο πατέρας μας, άρχοντας και φιλόξενος, απλός και πλούσιος, η προσωποποίηση της ζωής που νοσταλγούμε αλλά αποφεύγουμε . Και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του βιβλίου,  η οικονομική κρίση ειδωμένη όχι πια μέσα από την αγωνία των ανέργων της μεγαλούπολης αλλά υπό το πρίσμα αυτών που δεν έχουν απωλέσει την αυτάρκειά τους- πόσο ξένη τους μοιάζει η αγωνία μας, πόσο ακατανόητη και μάταιη..

Ένα διαφορετικό βιβλίο για την κρίση , που η μισή του ομορφιά είναι ακριβώς το ιδιαίτερο ύφος του . 


''Το ζουμί του πετεινού'', Γιάννης Μακριδάκης, σελ 92. εκδόσεις της Εστίας, 2012




Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

''Σας αρέσει ο Μπράμς;'' , Φρανσουάζ Σαγκάν







''Στις έξι'' , της έγραφε ο Σιμόν , ''έχει μια πολύ ωραία συναυλία στην αίθουσα Πλεγιέλ. Σας αρέσει ο Μπραμς; Συγγνώμη για χτες''
Χαμογέλασε. Εκείνο το ''Σας αρέσει ο Μπραμς;'' ήταν από τις ερωτήσεις που συνήθιζαν να της κάνουν τα αγόρια στα δεκαεφτά της .Βέβαια παρόμοιες της είχαν γίνει κι αργότερα, χωρίς όμως αυτοί που τις έκαναν να νοιάζονται και πολύ για την απάντησή της. Άλλωστε σε κείνο το περιβάλλον που ζούσε και σε κείνη την περίοδο της ζωής της, κανείς δεν άκουγε κανένα. Κι έπειτα , της άρεσε αλήθεια ο Μπραμς;''


Η Πώλα είναι τριάντα εννέα χρονών . Τα τελευταία χρόνια διατηρεί μια ελεύθερη σχέση με τον Ροζέ, σχέση που έχει πια μπολιαστεί με μητρική ανοχή- εκείνη του είναι αφοσιωμένη ενώ αυτός παραδέρνει συχνά σε ξένες αγκαλιές, σπρωγμένος από μια ατέλειωτη δίψα για νέες εμπειρίες . Η σχέση τους λοιπόν είναι τακτοποιημένη, βολική, βρίσκονται όποτε ο Ροζέ έχει όρεξη για βραδινή έξοδο για φαγητό και ποτό και καταλήγει συχνά με ένα φιλί στην εξώπορτά της για ''καληνύχτα''. Αγαπούν ο ένας τον άλλο και αυτή η κατανόηση και η συντροφικότητα γεμίζουν τις νύχτες της και καταλαγιάζουν τις ενοχές του. Ωστόσο η Πώλα νιώθει τη μοναξιά , ντυμένη με τις σκιές και τις πρώτες ρυτίδες των τριάντα εννέα της χρόνων, να τη βαραίνει.

Η Πώλα είναι διακοσμήτρια . Κάποια μέρα την καλεί μια πλούσια Αμερικάνα , η Βαν ντε Μπελ και της αναθέτει τη διακόσμηση του διαμερίσματός της. Ο Σιμόν Βαν ντε Μπελ είναι ο γιος της , εξαιρετικά νέος -μόλις είκοσι πέντε ετών- , εξοργιστικά όμορφος,  ανησυχητικά ονειροπόλος και αφόρητα μελοδραματικός. Την ερωτεύεται και την πολιορκεί , με την αδεξιότητα ενός έφηβου και την επιμονή ενός άντρα. 
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει η Πώλα στην πιθανότητα μιας ευτυχίας; Γιατί δεν αναγνωρίζει στον εαυτό της τη δεύτερη ευκαιρία; Πώς συνεχίζει να αγαπά έναν άντρα που δεν έχει τη συναισθηματική νοημοσύνη να αντιληφθεί πόσο της κοστίζει η μοναξιά που την καταδικάζει η αφοσίωσή της και η απουσία του; Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να αφεθεί στον υπέροχο -μέσα στα νιάτα του - Σιμόν ;
Ο Σιμόν ερωτεύεται τη μοναξιά της, η Πώλα ερωτεύεται την οικειότητα της παλιάς της σχέσης και ο Ρενέ τη διεκδικεί με πάθος , ως αδιαμφισβήτητη κατάκτησή του . Ο κάθε ένας αγαπά τον άλλο όχι ως πρόσωπο αλλά ως προβολή των δικών του επιθυμιών. Κανένας δεν μπορεί να δει τον εαυτό του έξω από τη σχέση κι αυτό τους εμποδίζει να απαγκιστρωθούν από αυτήν . Παραμένουν πιστοί- ή καλύτερα δέσμιοι- στην απατηλή αίσθηση μιας αγάπης που δεν αναζωογονεί αλλά αφυδατώνει.

Μια απλή πλοκή και μια δυνατή πένα , υφαίνουν μειλίχια μια ιστορία , από κείνες που σου μένουν. 




''Σας αρέσει ο Μπράμς;'' , Φρανσουάζ Σαγκάν, σελ. 160 εκδ. Ζαχαρόπουλος 1995

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η κραταιά αγάπη - Μάρω Βαμβουνάκη





''Με φωνάζουν Αίμα. Με άλφα γιώτα''
''Αίμα! Από το αίμα;''
''Μα όχι βέβαια! Είναι υποκοριστικό από το Αιμιλία''
''Αίμα! Πώς αισθάνεστε που έχετε ένα τέτοιο όνομα;''
''Μα τα ονόματα τελικά δεν μένουν παρά ήχος.. Δε θυμίζουν τίποτα άλλο παρά το πρόσωπο που ονομάζουνε.''

Μια νεαρή καθηγήτρια, η Αιμιλία Βρυδάκη, γυρίζει στο νησί της μετά από πρόσφατο διαζύγιο , κατάληξη ενός αποτυχημένου εξαετούς γάμου. Εκεί συναντά έναν παλιό της καθηγητή από το Πανεπιστήμιο, τον Μίνω Φραγκόπουλο , έναν άνθρωπο απομονωμένο , απρόσιτο, με ''βαριά , σπηλαιώδη φωνή'' o οποίος προσπαθεί να την κατακτήσει και τελικά το καταφέρνει.  O έρωτας δείχνει και το μαγευτικό αλλά και το σκληρό του πρόσωπο και το τέλος θα είναι έντονο όσο και απροσδόκητο.

Η συγγραφέας , με την ιδιότητα της ψυχολόγου, κεντά πολύ λεπτομερειακά τις εκφάνσεις της ψυχολογίας του έρωτα και φτάνει ως τα βάθη των χαρακτήρων της μέσα από μια πλοκή απλή. Το έργο κινείται κατά βάση κάθετα και όχι οριζόντια και συχνά γίνεται τόσο περιγραφικό και αναλυτικό -ως προς τις λεπτές διακυμάνσεις της ερωτικής διάθεσης- ώστε αποτελεί μάλλον περισσότερο ψυχαναλυτικό πόνημα. Ωστόσο η αμεσότητα δε χάνεται και το πάθος πείθει , ακριβώς γιατί πατάει στέρεα .

Σε σχέση με όσα βιβλία της Βαμβουνάκη έχω διαβάσει , η επίγευση του συγκεκριμένου είναι από τις πιο δυνατές .

''Η κραταιά αγάπη'', Μάρω Βαμβουνάκη, εκδ. Φιλιππότη , 1998, σελ 192

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

ΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ- ΧΑΒΙΕΡ ΜΑΡΙΑΣ


ΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ- ΧΑΒΙΕΡ ΜΑΡΙΑΣ




Περισσότερο από την απόλαυση  μιας γραφής που διαπνέεται από ειρωνεία, περισσότερο από την ευχαρίστηση μιας μυθοπλασίας άνετης που ξετυλίγεται άλλοτε συνειρμικά κι άλλοτε εντελώς απροσδόκητα, περισσότερο από την πρώιμη αφηγηματική ωριμότητα που αποπνέει το έργο -  στοιχεία που αναγνωρίστηκαν αμέσως ως προτερήματα στον συγγραφέα από τους κριτικούς της εποχής του, όπως παραδέχεται και ο ίδιος στον πρόλογο που έγραψε το 1987, περισσότερο λοιπόν απολαυστικό από όλα , ήταν αυτή η υπέροχη αίσθηση ελευθερίας της πλοκής που μόνο ένας δεκαεπτάχρονος νομίζω , θα είχε την τόλμη να δώσει σε ένα μυθιστόρημα. 

Και είναι ακριβώς η ιστορία πίσω από το έργο , το ότι γράφτηκε δηλαδή το 1969 σε διάστημα ενάμιση μήνα από έναν δεκαεπτάχρονο που το' σκασε από το σπίτι του και πήγε να μείνει στο Παρίσι στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη θείου του, παρακολούθησε ογδόντα πέντε ταινίες αμερικάνικου κινηματογράφου για να αντλήσει υλικό και συνέγραψε με θαυμαστή συγκρότηση και αυτοπειθαρχία ένα πρωτόλειο που για πολλούς αποτελεί ένα από τα καλύτερα έργα του , αυτό που δεν μπόρεσα να αποβάλλω κατά την ανάγνωση και ο λόγος για τον οποίο έβλεπα συνεχώς μια αξιοζήλευτη συγγραφική ελευθερία ή αλλιώς το χέρι ενός νεαρού δημιουργού που είχε τη δύναμη ή την αθωότητα να πλάθει τον κόσμο του όσο απίθανο ήθελε. 

Έτσι, εκτός από το ότι ξεκινά την αφήγηση παρακολουθώντας μια αμερικάνικη οικογένεια και τη διάλυσή της το 1922, την οικογένεια Τάγκερ, περνάει στον αμερικανικό εμφύλιο, σκιαγραφεί τις συμμορίες των γκάνγκστερ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης , παρακολουθεί αστέρες κινηματογράφου , ντετέκτιβ και κατάδικους - όλα αδιανόητα ως λογοτεχνικά θέματα για την Ισπανία του 1970- ο νεαρός συγγραφέας παίζει επίσης με τα πρόσωπά του βάζοντας ιστορίες να βρίσκουν τις λύσεις τους σε άλλες ιστορίες , εισάγοντας χαρακτήρες συνεχώς , άλλους που συνδέονται μεταξύ τους αργότερα κι άλλους που περνούν και χάνονται , φτιάχνοντας έτσι ένα ιδιότυπο ψηφιδωτό που δεν είσαι σίγουρος ότι τελικά το βλέπεις ολοκληρωμένο -περισσότερο μια κυψέλη σου θυμίζει όπου ιστορίες πάνε κι έρχονται για να συνειδητοποιήσεις εν τέλει ότι η ζωή συνεχίζεται πολύ πιο πέρα από το τέλος του έργου. 

Μα δεν είναι υπέροχο να δημιουργεί η τόλμη και η αθωότητα των δεκαεπτά σου χρόνων έναν κόσμο όπου οι πρωταγωνιστές σκοτώνονται τόσο απροσδόκητα ώστε σχεδόν να σκανδαλίζεται ο αναγνώστης , οι πυροβολισμοί ανταλλάσσονται με την απλότητα μιας καλημέρας , ο πατέρας της δεκαεξάχρονης που μόλις αποπλάνησες -ή έτσι νομίζεις- σου χτυπά φιλικά την πλάτη , τα δολάρια κερδίζονται εύκολα -αν και όχι νόμιμα- οι ιστορίες εκτρέπονται συνέχεια σε άλλα μονοπάτια από αυτά που ο αναγνώστης έχει υποθέσει; Μπορεί όλα αυτά να ερμηνεύονται εύκολα ως απόρροια  της κινηματογραφικής αφήγησης που χαρακτηρίζει το έργο, ωστόσο προσωπικά προτιμώ να βλέπω πίσω τους μια αθώα αλλά σκανταλιάρικη πένα . Αυτό δεν είναι ο ορισμός της συγγραφικής ελευθερίας, στο κάτω κάτω;





''Τα λημέρια του λύκου'', Χαβιερ Μαρίας, μεταφ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Καστανιώτη 2002

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

''Επιστολές σ' ένα νέο συγγραφέα'' Μάριο Βάργκας Λιόσα





Να κρίνω λες τον Μάριο Βάργκας Λιόσα και το΄΄Επιστολές σε έναν νέο συγγραφέα''; 
Είναι πιο συνετό να το αποφύγω. Θα ψαχουλέψω την αίσθηση που μου άφησε, να δω τη δική μου πλευρά, τον απόηχό του στον αδούλευτο νου μου.

 Να πεις ότι ήταν η πρώτη φορά που η αφελής θρασύτητα του νεομυημένου σήκωσε τις κουίντες της συγγραφικής διαδικασίας ; Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά , γι' αυτό και ο ενθουσιασμός που ακολούθησε την ανάγνωση ήταν πιο γεμάτος , πιο ώριμος αν θέλεις. Ούτε σκέτη , αφυδατωμένη τεχνική , ούτε υπερβολικός , πομπώδης μελοδραματισμός και απεραντολογίες.

Ξέρεις τι μου θύμισε ; Τον πατέρα σου που προσπαθούσε τα καλοκαίρια να σε μάθει κολύμπι, να απλοποιήσει , να σε στηρίξει , να σου αποκαλύψει, να σε εμπνεύσει, να χαρτογραφήσει την αλμυρή απεραντοσύνη με τρόπο που να σου μοιάζει ότι ''πατώνεις''- κι ας μην είναι καθόλου έτσι κι ας χάσκουν οι συγγραφικοί στρόβιλοι που σχηματίστηκαν στο πέρασμα τόσων αιώνων  κάτω από τα πόδια σου .

Δεν έχει σημασία αν τελικά δε κολυμπήσεις στη Μάγχη, αν το μόνο που κατορθώσεις είναι να μείνεις στα τρία μέτρα από την ακτή και να μην μπορέσεις ή να μη θελήσεις το κολύμπι στο πέλαγος. Αρκεί καμιά φορά που νιώθεις ότι το έζησες - κι ας είναι εκ του ασφαλούς - και που νιώθεις ότι γέμισες κι ας είναι με τα μισά από όσα διάβασες- γιατί απλά τόσα κατάλαβες, τόσα σου χρειάζονταν τώρα.



''Αγαπητέ μου φίλε,
Το ύφος είναι ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο της μυθιστορηματικής μορφής , χωρίς να είναι το μοναδικό. Τα μυθιστορήματα είναι φτιαγμένα από λέξεις , έτσι ώστε ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει και οργανώνει τη γλώσσα ένας μυθιστοριογράφος να συνιστά έναν αποφασιστικό παράγοντα ο οποίος είτε προσδίδει είτε αποστερεί τις ιστορίες του από τη δύναμη της πειθούς. ..ο μόνος τρόπος να μάθουμε αν ο μυθιστοριογράφος επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει στο αφηγηματικό του εγχείρημα είναι να διαπιστώσουμε αν , χάρη στη γραφή του , το μυθιστόρημα ζει , χειραφετείται από τον δημιουργό του και την πραγματική πραγματικότητα και επιβάλλεται στον αναγνώστη ως ανεξάρτητη πραγματικότητα. ..... Δεν έχει καμιά σημασία αν το ύφος είναι σωστό ή λανθασμένο. Έχει σημασία να είναι αποτελεσματικό, κατάλληλο για την αποστολή του που είναι να εμφυσήσει μια ψευδαίσθηση ζωής -αλήθειας- στις ιστορίες που αφηγείται.'' 
Τελικά ''διάβασε πολύ και βρες το δικό σου ύφος, αυτό που κάνει τους αναγνώστες να νιώθουν ότι μόνο μ'αυτόν τον τρόπο, μ'αυτές τις λέξεις , τις φράσεις , τους ρυθμούς, μπορεί να ειπωθεί αυτή η ιστορία''

Και δεν είναι αυτή η εμπιστοσύνη που νιώθεις κρατώντας το χέρι του πατέρα που σε οδηγεί, με μια σαφήνεια και απλότητα που πηγάζει ωστόσο από μια απέραντη πολυπλοκότητα -την οποία απλά διαισθάνεσαι -  ένα στέρεο κομμάτι ζωής που μόνο ευγνωμοσύνη σου εμπνέει; 






  ΄΄Επιστολές σε έναν νέο συγγραφέα'' Μάριο Βάργκας Λιόσα, εκδ Καστανιώτης 2001






Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Ο ιστός της αράχνης, Joseph Roth








Μπορεί καμιά φορά η φαντασίωση της αξίας σου να σε πάει πολύ πιο πέρα από την συνείδησή της ; Απ' ότι φαίνεται σε αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Joseph Roth  - μόλις 190 σελίδων- ένας νεαρός καταφέρνει να πείσει τελικά για την σπουδαιότητά του έναν κόσμο που δονείται από εθνικιστικές εξάρσεις. Το σκηνικό της αναγνώρισής του χτίζεται σταδιακά , οι κινήσεις του είναι υπολογισμένες και το δίχτυ της πλεκτάνης στήνεται , χωρίς οι συνωμοσίες να κάνουν διακρίσεις .

''Ο Τέοντορ μεγάλωσε στο σπίτι του πατέρα του , του τελωνειακού ελεγκτή και πρώην λοχία Βίλχελμ Λόζε. Ο μικρός Τέοντορ ήταν ένα ξανθό , επιμελές και κόσμιο αγόρι. Τη σπουδαιότητα που απέκτησε αργότερα την προσδοκούσε με λαχτάρα , αλλά δεν τόλμησε ποτέ να πιστέψει σε αυτήν. Μπορεί να πει κανείς : Ξεπέρασε τις ελπίδες που ποτέ δεν είχε στηρίξει στον εαυτό του.''

Ο νεαρός Τέοντορ Λόζε , πρώην ανθυπολοχαγός και νυν φοιτητής της Νομικής διδάσκει το γιο του πλούσιου εβραίου Εφρούσι . Σύντομα, θα ενταχθεί στους κόλπους μιας ακραίας οργάνωσης και θα προσπαθήσει με συνωμοσίες, παραπλανήσεις και μπόλικη προπαγάνδα να ανέλθει ιεραρχικά και να γίνει σπουδαίος. Εθνικισμός , εξαθλίωση των απλών , Γερμανών εργατών, συγκρούσεις αλλά κυρίως ο κεντρικός χαρακτήρας του Λόζε που από την αφέλεια της νεανικής ματαιοδοξίας προχωρά σταθερά προς έναν παραλογισμό παντοδυναμίας, αφήνοντας πίσω προδοσία και αίμα. Σύμμαχος ο Τύπος , όπου η παραπληροφόρηση , η συγκάλυψη, το ψεύδος , φτάνουν σε εξοργιστικά επίπεδα.

''Ο Τέοντορ πυροβόλησε . Ο εργάτης κλονίστηκε. Σκορπίστηκαν. Συνέρρευσαν στην εξώπορτα και τράνταξαν μάταια την τριπλή αμπάρα. Σκαρφάλωσαν στον τοίχο. Όμως απέναντι άστραφταν κάννες όπλων. Οι εργάτες πήδηξαν πάλι στην αυλή. Απ' το σπίτι αντήχησαν πυροβολισμοί. Όσοι πέθαιναν ρόγχαζαν. Οι ζωντανοί σιωπούσαν. Σηκώθηκε μεγάλη ησυχία. Φυσούσε σιγή από την αυλή όπως μέσα από έναν πλατύ , ανοιχτό τάφο.''

Μετά από τη μέση του βιβλίου εμφανίζεται ως δεύτερος -αλλά όχι δευτερεύων - χαρακτήρας , ο Μπένγιαμιν Λεντς , Εβραίος μεν αλλά σύμμαχος και συνεργάτης, φαινομενικά χαμηλής αντίληψης αλλά ουσιαστικά οξυδερκής, αδιάφορος και δύσμορφος αλλά επίμονος και βαθιά κυνικός.

Η πλοκή εξυφαίνεται γρήγορα και το βιβλίο που γράφτηκε το 1923 αποδεικνύεται προφητικό και -ίσως - επίκαιρο.
Η γραφή του Roth είναι καθαρή και σαφής, άλλοτε άνετη και αβίαστη κι άλλοτε κοφτή και δραματική , με εμφανή μια λεπτή ειρωνία καθώς καταδύεται στον ψυχισμό του Λόζε.

 Τελικά , ποιος είναι αυτός που πραγματικά υφαίνει το δίχτυ; Ποιος είναι αυτός που θα απομυζήσει το θύμα του με την παγερή ψυχραιμία της αράχνης; Και ποιο είναι το θύμα, ένας άνθρωπος ή ένας λαός;



''Ο ιστός της αράχνης'' Joseph Roth, μεταφ. Τούλα Σιέτη, εκδ. Κριτική , 2010, 


Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Η σιωπή των νεκρών, Jean-Paul Noziere





Η κίτρινη ταινία στο εξώφυλλο που έγραφε ''Βραβείο Νουάρ Μυθιστορήματος 2007'' ήταν η μοναδική σύσταση που είχα για το βιβλίο ''Η σιωπή των νεκρών '' του  Jean-Paul Noziere  κάτι που τελικά ήταν καλό, καθώς ακολούθησα τη ροή του έργου χωρίς καμιά υποψία για την τελική κατάληξη. 

Το ότι η πλοκή είναι αργή , χωρίς εντάσεις και δαιδαλώδεις συσχετισμούς , ήταν φανερό ακόμη και σε  εμένα, που η αναγνωστική εμπειρία στα αστυνομικά δεν είναι αξιοζήλευτη. Ωστόσο , δε θα τη χαρακτήριζα κουραστική- περισσότερο ανταποκρίνεται στους ρεαλιστικούς ρυθμούς της καθημερινότητας ενός συνταξιούχου αστυνομικού και λιγότερο μαρτυρά συγγραφική αδυναμία  . 
Μήπως δεν είναι ικανότητα  να βιώσει ο αναγνώστης την καθημερινή ρουτίνα του ήρωα; 'Οπως για παράδειγμα αυτή της πολυήμερης παρακολούθησης μιας έπαυλης όπου τίποτα δε γίνεται πέρα από το να λιώνει κανείς στον καύσωνα, παρέα με κιάλια και ένα θερμός με καφέ.


 Ύφος καθαρό, απλό, ρεαλιστικό αλλά όχι ψυχρό .  Μια ήπια εγκαρτέρηση διαπνέει τον κεντρικό χαρακτήρα , τον συνταξιούχο αστυνομικό Μιλιούς και ταυτόχρονα μια αφελής , συγκινητική γενναιότητα, που δίνει τον κυρίαρχο τόνο στο έργο : έχει νιώσει την αποφορά της παραίτησης να τον ακουμπά, ωστόσο συνεχίζει να παλεύει και να προσπαθεί στην τελευταία αποστολή που φορτώθηκε οικειοθελώς, σαν ένα κύκνειο άσμα που οφείλει στον εαυτό του.

Το κάδρο στήνεται και έχει απ' όλα : φόνους, βραδιές tango , αρπαγές κοριτσιών και trafficking , μια μυστηριώδη έπαυλη και στο βάθος μια παράλληλη ιστορία μιας μάνας που ψάχνει την κόρη της - θύτης και θύμα ταυτόχρονα και γι' αυτό τραγική . Το τέλος έρχεται , αναμενόμενο λόγω της επιδέξιας ύφανσης αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτικό - κι αυτό είναι επίσης συγγραφικό κατόρθωμα , η έκβαση που δεν σε σοκάρει απλά αλλά σε στοιχειώνει.



''Η σιωπή των νεκρών'', Jean-Paul Noziere, μεταφρ. Δημήτρης Σιδηρόπουλος, σελ 317,  εκδ. Πόλις 2012







Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Τα νιάτα, Joseph Conrad






Είναι αυτό το ακατανίκητο ανάγλυφο των εικόνων του που σε παρασύρει ή ο τρόπος που κυλά η γραφή , λιτή και πλούσια ταυτόχρονα , φορτωμένη την σκληράδα του κόπου και την τρυφερότητα των ονείρων; Και πώς γίνεται ειλικρινά, μια νουβέλα που γράφτηκε το 1898 να συγκινεί και να μιλά στην καρδιά και στο νου ανθρώπων του 2014;

 Προσωπικά αυτό με ταράζει περισσότερο, αυτή η συγγένεια που καταφέρνει να διαπερνά τους αιώνες και να καταργεί το χωροχρόνο, αυτή η αλληλοπεριχώρηση του συγγραφέα με τον αναγνώστη που μόνο ξεκινά , κεντιέται φράση με τη φράση και απλώνεται σαν πέπλο ενωτικό πάνω από τους αιώνες. 

Ένας νέος , ο Μάρλοου, που ξεκινά για την Ανατολή ως δεύτερος αξιωματικός κι ένας εξηντάχρονος που αναλαμβάνει για πρώτη φορά ταξίδι με το βαθμό του πλοιάρχου- ουσιαστικά παρθενικό , υπό μια έννοια, ταξίδι και για τους δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα.  Κοινό τους γνώρισμα η επιμονή, η ακλόνητη σταθερότητα και μια αμετάκλητη απόφαση να φτάσουν στον τόπο που σηματοδοτεί την αρχή για τον νέο και το επιστέγασμα για το γέρο καπετάνιο, την Μπανγκόκ, για να ξεφορτώσουν το εμπόρευμα και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Αλλά οι κακοτυχίες έρχονται η μια μετά την άλλη και το καράβι γυρίζει ξανά και ξανά στο λιμάνι, ταπεινωμένο, κακορίζικο.
''Είχαμε γίνει δημότες του Φαλμουθ. Στα μαγαζιά μας ήξεραν. Στο κουρείο, στο καπνοπωλείο , μας ρωτούσαν σαν να'μασταν παλιοί φίλοι: ''Πιστεύεις στ' αλήθεια ότι θα δείτε ποτέ την  Μπανγκόκ;''

Ήρθε ωστόσο η ώρα να ξεκινήσει και πάλι και να περάσει κι άλλες δοκιμασίες που θα οδηγήσουν  και στην οριστική κατάληξη. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ηχηρή απουσία του φόβου του θανάτου. Ακόμη και τις ώρες- που απλώνονται σε μέρες- του έσχατου κινδύνου, ο εικοσάχρονος αξιωματικός σκέφτεται μόνο ''Τι περιπέτεια!'' σαν να μην τον αφορά το ενδεχόμενο του θανάτου, κάτι που βέβαια ούτε το υπόλοιπο πλήρωμα φαίνεται να ενδιαφέρει, αν και σκέφτονται ότι ανεβαίνοντας στα ετοιμόρροπα κατάρτια είναι πολύ πιθανόν να τσακιστούν στο κενό.

Είναι λογικό. Ο αξιωματικός είναι πολύ νέος , τελείως καθαρός από ευθύνες που έλκουν την σκόνη του φόβου. Όσο για τους υπόλοιπους, προφανώς φέρουν τη  ασπίδα της ψυχραιμίας που γεννά η εξοικείωση. Όλοι τους τελικά φτάνουν στην κάθαρση, όχι την προσδοκώμενη αλλά τουλάχιστον την ελάχιστη απαιτούμενη- αν και ο γέρος καπετάνιος φαντάζει σαν ο περισσότερο αδικημένος.

Αυτό που φαίνεται να αναπολεί περισσότερο ο σαραντάρης πλέον αξιωματικός που αφηγείται στο παρόν αυτήν την ιστορία, είναι όχι η περιπέτεια καθ'εαυτή , αλλά αυτό που αποκόμισε ως εμπειρία και νέα γνώση του εαυτού του : η αίσθηση της δύναμης. 

''Τότε κατάλαβα πόσο καλός είμαι. Θυμάμαι τα αποθαρρυμένα πρόσωπα , τα αποκαμωμένα σώματα των δύο ανδρών και θυμάμαι τα νιάτα μου και την αίσθηση που ποτέ πια δε θα ξανάρθει- την αίσθηση ότι μπορούσα να ζήσω για πάντα, περισσότερο απ' τη θάλασσα, τη γη και όλους τους ανθρώπους. Την απατηλή εκείνη αίσθηση που μας παρασύρει σε χαρές και κινδύνους, στον έρωτα, στον μάταιο αγώνα- στον θάνατο. Τη θριαμβική πεποίθηση της δύναμης, τη ζέση της ζωής σε μια χούφτα χώμα , τη φλόγα της καρδιάς που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο μικρή και στο τέλος σβήνει- γρήγορα, πολύ γρήγορα-πριν από τη ζωή την ίδια.''

Έτσι είναι . Πέρα από τα όρια του εαυτού μας - ή αυτά που εμείς νομίζουμε ως όρια- υπάρχει η γεύση της αθανασίας. Μόνο που η επίγευση ίσως είναι πικρή - πώς να χωρέσεις μετά στο λίγο και να αρκεστείς στο διαρκώς μειούμενο, σ'αυτό που χάνεται μέρα με τη μέρα, όταν έχεις γευτεί μια στάλα αιωνιότητα; Και πώς να μην αναπολείς αυτά που έζησες και που σ'άφησαν περισσότερο διψασμένο -γιατί τώρα πια ξέρεις πόσο τραγικό είναι να επιζήσεις από φωτιά κι από θύελλα και να βουλιάξεις σε ένα μπουκάλι ποτό . Κι αυτή η αυτοσυνειδησία δεν σου αφήνει ούτε την ελάχιστη παρηγοριά να λυπηθείς τον εαυτό σου για αυτό του το κατάντημα . 

Δε θα αντισταθώ στον πειρασμό να αντιγράψω το πιο τρυφερό κατά τη γνώμη μου κομμάτι του έργου και θα το κάνω όχι από αναγκαιότητα για ολοκληρωμένη κριτική - μα δεν είμαι κριτικός - αλλά σαν να σημείωνα στο προσωπικό μου ημερολόγιο αυτό που θέλω να έρχεται στη μνήμη μου όταν θα κλείνω τα μάτια και θα σκέφτομαι αυτό το έργο.


''Να λοιπόν , πώς τη βλέπω την Ανατολή. Έχω δει τις απόκρυφες γωνιές της κι έχω κοιτάξει μέσα στην ψυχή της. Αλλά τώρα τη βλέπω πάντα από μία μικρή βάρκα : ένα περίγραμμα γαλάζιων , μακρινών βουνών στο φως του πρωινού · σαν άχνα το μεσημέρι· ένας δαντελωτός πορφυρένιος τοίχος με το ηλιοβασίλεμα. Νιώθω το κουπί στο χέρι μου, βλέπω την καυτή γαλάζια θάλασσα. Και βλέπω ακόμη έναν όρμο, έναν πλατύ όρμο, λείο σαν γυαλί και στιλπνό σαν πάγο- λαμπυρίζει στο σκοτάδι.Ένα κόκκινο φως καίει μακριά στην σκοτεινή στεριά και η νύχτα είναι μαλακιά και ζεστή. Τραβάμε κουπί και τα χέρια μας πονούν και ξαφνικά ένα αεράκι, ζεστό και φορτωμένο με παράξενες ευωδιές ανθών και αρωματικού ξύλου έρχεται από τη γαλήνια νύχτα- ο πρώτος που άκουσα στεναγμός της Ανατολής. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ''




''Τα νιάτα'',  Joseph Conrad
μεταφ. Άρης Μπερλής, εκδ Άγρα, 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Η σκιά του ανέμου, Κάρλος Ρουιθ Θαφόν







Είναι κάποιες φορές που η πρώτη σελίδα ενός βιβλίου σε αιχμαλωτίζει , το ύφος και η ροή του λόγου γίνονται ένα με την αναπνοή σου και οι σελίδες πετούν γοργά, η μια πίσω από την άλλη, συντροφιά με τις προσδοκίες που η αρχή σου γέννησε και που ολοένα επαληθεύονται και ανανεώνονται ,  καθώς η πλοκή ξετυλίγεται όμορφα και η ιστορία κυλά αβίαστα.

''Θυμάμαι ακόμη εκείνο το ξημέρωμα που ο πατέρας μου με πήγε για πρώτη φορά να επισκεφτώ το Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων. Κυλούσαν οι πρώτες μέρες του καλοκαιριού του 1945 κι εμείς περπατούσαμε στους δρόμους μιας Βαρκελώνης παγιδευμένης κάτω από έναν σταχτή ουρανό κι έναν ήλιο τυλιγμένο στους ατμούς , που έλιωνε και χυνόταν στη Ράμπλα ντε Σάντα Μόνικα κόμπο τον κόμπο, σαν γιρλάντα από λιωμένο χαλκό. 
''Αυτό που θα δεις σήμερα Ντανιέλ, δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν'' με προειδοποίησε ο πατέρας μου. ''Ούτε στο φίλο σου τον Τομάς. Σε κανέναν''
''Ούτε και στη μαμά;'' ρώτησα εγώ δειλά.
Ο πατέρας μου αναστέναξε, καταφεύγοντας σ'εκείνο το θλιμμένο χαμόγελο που τον ακολουθούσε σαν σκια σ'όλη του τη ζωή.
''Στη μαμά φυσικά και μπορείς'' μου απάντησε σκύβοντας το κεφάλι. ''Δεν έχουμε μυστικά από κείνη. Σ'εκείνη μπορείς να λες τα πάντα''
Λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο, είχε ξεσπάσει μια επιδημία χολέρας , η οποία πήρε και τη μητέρα μου. Τη θάψαμε στο Μοντζουίκ τη μέρα που έκλεινα τα τέσσερά μου χρόνια'' 

Αν και το πιο καταθλιπτικό μέρος του βιβλίου περιορίζεται στις δύο πρώτες σελίδες (με μια ακόμη λυπητερή ιστορία να αποκαλύπτεται στο δεύτερο μισό του έργου) όλη η υπόθεση διαπνέεται από μυστήριο και μια μελαγχολία όχι νοσηρή αλλά μάλλον γλυκιά, σαν να περπατάς στους πλακοστρωμένους δρόμους της Βαρκελώνης την ώρα που ο ήλιος δύει.

Είναι ο παλμός του κειμένου του Θαφόν, μια αδιόρατα ποιητική γραφή, γλαφυρή αλλά όχι ψυχρή, που ενοποιεί όλες τις σκηνές, τις αγωνιώδεις, τις καθημερινές, τις περιπαικτικές, ακόμη και τις σκληρές σε ένα πορτραίτο γοητευτικό. Μια παλιομοδίτικη ευγένεια στο λόγο των ηρώων κάνει πιο ζωντανή την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του '50  που, παρά τη νοσταλγική διάθεση που συνήθως τη συνοδεύει , κάθε άλλο παρά αθώα αποδεικνύεται τελικά.  

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου, Μιριέλ Μπαρμπερί










Μ' αρέσει το χιούμορ που υποβόσκει , που διαπερνά τους χαρακτήρες χωρίς να τους κάνει κωμικούς και τους μεταλλάζει από συνηθισμένους σε φινετσάτους. Μπορεί κάλλιστα σε αυτό το σύμπαν της κομψότητας -αλλά όχι επιτήδευσης- μια παχουλή θυρωρός να αντιτίθεται με αγωνία στην προοπτική  να την εκτιμήσει ο κόσμος και να μοχθεί να κρύψει αυτό που όλοι οι υπόλοιποι μοχθούμε να αποκτήσουμε : την καλλιέργεια.



"Το όνομα μου είναι Ρενέ. Είμαι πενήντα τεσσάρων χρονών, χήρα, μικρόσωμη, στρουμπουλή και άσχημη. Τα τελευταία είκοσι εφτά χρόνια είμαι η θυρωρός του κτιρίου στην οδό Γκρενέλ 7, ενός όμορφου μεγάρου, που χωρίζεται σε οκτώ μεγάλα υπερπολυτελή διαμερίσματα. Δε σπούδασα, ήμουν πάντοτε φτωχή, διακριτική και ασήμαντη. Ανταποκρίνομαι όμως τέλεια σε ό,τι η κοινωνία πιστεύει ως υπόδειγμα θυρωρού πολυκατοικίας· κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι γνωρίζω πολύ περισσότερα από τους πλούσιους αλαζόνες".


Επίσης μπορεί μια νεαρή φιλόσοφος να αποφασίσει κάτι εξαιρετικά σημαντικό , καθώς και να δώσει ένα μάθημα στους γονείς της βάζοντας φωτιά στο πολυτελές διαμέρισμά τους, ένας αποτελεσματικός κατά τη γνώμη της τρόπος ώστε να σκεφτούν εκείνοι τα παιδιά της Αφρικής .


"Το όνομα μου είναι Παλόμα. Είμαι δώδεκα χρονών και μένω στην οδό Γκρενέλ 7, σ' ένα αρχοντικό διαμέρισμα. Εντούτοις, παρά την καλοτυχία και τα πλούτη, από πολύ καιρό ξέρω ότι ο τελικός προορισμός μου είναι η γυάλα με τα ψάρια. Πώς το γνωρίζω; Τυχαίνει να είμαι έξυπνη. Εξαιρετικά έξυπνη, μάλιστα. Γι' αυτό έχω πάρει την απόφαση μου· στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τη μέρα των γενεθλίων μου, στις 16 Ιουνίου, θ' αυτοκτονήσω".


Δύο ψυχές που προσπάθησαν να τοποθετηθούν στον κόσμο αλλά κατάλαβαν -ή πίστεψαν- ότι δε χωρούσαν σε αυτόν. 

Ευτυχώς η ισορροπία θα έλθει εξ Ανατολών και οι δύο πρωταγωνίστριες -που βρίσκει ανέλπιστα η μία στην άλλη ευήκοον ους -  από τη μια φιλοσοφώντας και από την άλλη παιδιαρίζοντας, θα βρουν τη θέση τους σε αυτόν τον κόσμο, αποδεχόμενες πρωτίστως τους εαυτούς τους. 

Πρωτότυποι και ευσυμπάθητοι χαρακτήρες, απολαυστικοί διάλογοι , απλή πλοκή που μέσα από αυτήν όμως κεντά  η συγγραφέας κοσμοθεωρίες- αναμενόμενο, αφού είναι η ίδια καθηγήτρια φιλοσοφίας- και κάπου κάπου μια επίδειξη γνώσεων, καμιά φορά κουραστική αλλά συγχωρητέα. 


Λεπτή σάτιρα στις ανθρώπινες σχέσεις, φρεσκάδα, ευαισθησία και μια γλυκύτητα που σε συνοδεύει για αρκετό καιρό μετά την ανάγνωση. 



Μιριέλ Μπαρμπερί, (μετ. Ρίτα Κολαϊτη) , εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2008, σελ 379













Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, Δημήτρης Μαμαλούκας




Με τράβηξε ο τίτλος σε αυτό το πρώτο μου ανάγνωσμα του Μαμαλούκα , αλλά έμεινα λόγω πλοκής και γραφής. Γρήγορη ροή, καθαρός λόγος, μια υποψία μελαγχολίας που εμπνέει την συμπάθειά μας προς τον πρωταγωνιστή και μια ανατροπή των ίδιων των συναισθημάτων μας από τις μετέπειτα αποκαλύψεις . 

Αυτή η αλλαγή της οπτικής, όπου ο πρωταγωνιστής από θύμα γίνεται θύτης προκαλεί πραγματικά την αυτοκυριαρχία μας  αλλά δεν μας πετάει έξω από το βιβλίο - το αρχικό συναίσθημα της συμπάθειας μένει και αυτό είναι το εξαιρετικό, να συμπαθείς ένα ''χαμένο κορμί'' , να θέλεις να συνεχίσεις να βλέπεις την ιστορία μέσα από τα μάτια του. 

 Η αλήθεια παραμένει επιμελώς κρυμμένη, ο συγγραφέας σχεδόν παίζει μαζί μας , σεργιανίζοντάς μας σε ξένες πόλεις και κρατά την αμφιβολία ως το τέλος - αν και το ίδιο το τέλος μας κάνει να αμφιβάλλουμε ότι πράγματι έφτασε. 


Ρέπει περισσότερο προς το αστυνομικό με κινηματογραφική πλοκή  και λιγότερο προς το νοσταλγικά βιβλιοφιλικό  , αν και κουβαλά μια μυρωδιά παλιού χαρτιού- που επιλέγεις να είναι και αυτή που θα σου μείνει τελικά .



Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, Δ. Μαμαλούκας εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ 307  




Ο Ωκεανός στο τέλος του δρόμου, Neil Gaiman






Αν είσαι ανυποψίαστος πιστεύεις ειλικρινά ότι πρόκειται για μεταφορά. Αν σε έχουν υποψιάσει, περιμένεις να δεις που θα καταλήξει αυτό το σκοτεινό παραμύθι . Αν είσαι γνώστης , ξέρεις ότι ο συγγραφέας κυριολεκτεί : υπάρχει ένας ωκεανός στο τέλος αυτού του χωμάτινου δρόμου. 


''Φορούσα μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο, μαύρη γραβάτα και μαύρα παπούτσια, όλα στην τρίχα: Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ένιωθα άβολα, σαν να φορούσα τα ρούχα κάποιου άλλου ή σαν να παρίστανα τον ενήλικα. Σήμερα ωστόσο, ένιωθα σχετικά άνετα. Φορούσα τα κατάλληλα ρούχα για μια δύσκολη περίσταση''

Με το πέρασμα των σελίδων, ξεδιπλώνονται όλο και περισσότερο παράδοξα πράγματα και , όπως το αεροπλάνο που κυλά στον αεροδιάδρομο και κάποια στιγμή τον αφήνει απαλά, έτσι κι εσύ, χωρίς να το καταλάβεις, μπερδεύεσαι σε μια άλλη πραγματικότητα έντεχνα, αμετάκλητα. Είναι τόσο σφιχτοπλεγμένη η πραγματικότητα της καθημερινότητας με εκείνη της άλλης διάστασης , ώστε δε φαίνεται να ξαφνιάζει τον επτάχρονο πρωταγωνιστή - άρα ούτε κι εσένα , όσο κι αν η ενήλικη λογική σου κραυγάζει ότι κάτι δεν πάει καλά. 

Ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας εγκλωβίσει τόσο ασφυκτικά , ώστε αν δεν υπήρχε ως αντίβαρο η παιδική ψυχραιμία- σωτήρια μέσα στην αφέλειά της- και η υποψία του φιλικού, αντίπαλου δέους, το κείμενο θα ήταν εφιαλτικό. Όμως δεν είναι - αν και συχνά ερωτοτροπεί με τον εφιάλτη της απομόνωσης - και η επίγευση είναι τελικά γλυκιά, σαν μια μακρινή ανάμνηση της παιδικής ηλικίας , τότε που όλα τολμούσαν να είναι πιστευτά. 






''Ο Ωκεανός στο τέλος του δρόμου'', Neil Gaiman · (μετάφραση Μαρία Έξαρχου.) εκδ. Σελήνη, 2013. - 221 σελ
                                 


Το Νήμα, Victoria Hislop




Το Νήμα, Victoria Hislop








Έκανα ένα πείραμα. Είπα να γράψω για μερικά βιβλία, καιρό πολύ αφότου τα είχα διαβάσει.

Αυτό το βιβλίο ήρθε από τα τελευταία σ' αυτήν την προδοτική αναμέτρηση με τη μνήμη- σχεδόν δε θυμάμαι την υπόθεση, θυμάμαι μόνο πόσο υποχθόνιο- αλλά όχι απαραίτητα ρεαλιστικό- μπορεί να είναι το να σκοτώσεις κάποιον, απλά  μαγειρεύοντάς του ακατάπαυστα.

Κατά τα άλλα, μια συγκεχυμένη εικόνα για την υπόθεση, ξεθωριασμένη και μπερδεμένη , όπως ακριβώς ένα ταλαιπωρημένο κουβάρι νήμα. Σκαλίζοντας τα συρτάρια της μνήμης μπορώ να επαναφέρω κάπως άνευρους πρωταγωνιστές , στρωτή γραφή, εικόνες, χνούδια , καπνούς. Ένα τραβηγμένο και ξεχειλωμένο ύφασμα , απλωμένο σε εξακόσιες σκονισμένες σελίδες στις οποίες δε θα' θελα να ξαναγυρίσω . Κι ας αγαπώ τις δαντέλες Chantilly 










''Το Νήμα'', Victoria Hislop, εκδ. Διόπτρα,2011, σελ 608,