Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Τι θα γινόταν αν ο Καμύ είχε facebook;





Αγαπητό μου διαδικτυακό ημερολόγιο,

Αναρωτιέμαι αν καμιά φορά αναρωτιέσαι , τι θα συνέβαινε αν είχες υπάρξει μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Αν δηλαδή είχες ξεκινήσει την εποχή του Καμύ ή και του Κάφκα, αν είχαν ανοίξει blog και λογαριασμό στο facebook o Χέμινγουεϊ ας πούμε και ο Φώκνερ -ή και ο Κούντερα- μπορείς πραγματικά να φανταστείς τι θα είχε συμβεί; Και  εννοώ λογαριασμό προσωπικό , όχι εκείνους τους διαφημιστικούς που ανοίγουν οι εκδοτικοί οίκοι την σήμερον . Αν θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε έτσι άμεσα- μέσα από το facebook - με έναν μεγάλο συγγραφέα, τι θα συνέβαινε;

Έστω ότι ο μεγάλος συγγραφέας έχει προσωπικό λογαριασμό και μπαίνει στον κόπο να αναρτά σκέψεις και να σχολιάζει ο ίδιος τα γραφόμενα των φίλων του. Βέβαια θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποιοι από τους γνωστούς , μεγάλους συγγραφείς θα είχαν τη διάθεση να κάθονται και να γράφουν μέρα παρά μέρα τα εσώψυχά τους- και θα μου πεις πως και τα βιβλία τους εσώψυχα είναι αλλά θα αντιπαραβάλλω το ότι τα βιβλία είναι επιμελημένο προϊόν νοητικής επεξεργασίας ενώ ένα αυθόρμητο σχόλιο για μια ταινία ή ένα ηλιοβασίλεμα είναι κάτι τελείως διαφορετικό- ας δεχθούμε όμως ότι κάποιοι συγγραφείς θα ήταν διατεθειμένοι για τέτοια αμεσότητα.

Έστω λοιπόν ότι ο σαρανταπεντάχρονος Καμύ σχολίαζε κάτι για ένα ηλιοβασίλεμα στο facebook . Το πιθανότερο νομίζω είναι ότι θα δεχόταν μερικές εκατοντάδες Like , ενώ τα σχόλια θα ήταν πολύ λιγότερα ίσως κάτω από διακόσια.  Κι αν αυτό που σχολίαζε ήταν κάτι φιλοσοφικό τότε σίγουρα τα σχόλια θα ήταν λιγότερα από πενήντα. Γιατί άραγε; Για τον απλό λόγο ότι εύκολα εκφράζεις το θαυμασμό σου απέναντι σε έναν ''μύθο'' και δύσκολα-ω, πολύ δύσκολα!- του απευθύνεις λόγο ως ίσος προς ίσο και χαίρεσαι μια απολαυστική κουβεντούλα μαζί του. Ποιοι άραγε θα ήταν αυτοί οι διαδικτυακοί φίλοι τους που θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τον Καμύ ή τον Μπόρχες (λέμε τώρα) χωρίς να προσπαθούν να φανούν πνευματώδεις , χωρίς να λένε πίσω από τις λέξεις ''Κοιτάξτε με , συνομιλώ με τον Καμύ, είμαστε φιλαράκια'', χωρίς τελικά να γίνονται γελοίοι;  Πολύ λίγοι, πιθανότατα αυτοί που θα μπορούσαν να είναι φίλοι μαζί τους και στην πραγματική ζωή. 
Άρα μια τέτοια δυνατότητα διαδικτυακή , θα πρόσφερε σε εμάς κάτι λιγότερο από την απόλαυση της παρακολούθησης των συνομιλιών τους - γιατί αυτομάτως θα παραδεχόμασταν σιωπηλά ότι είμαστε άξιοι μόνο να παρακολουθούμε και όχι να μετέχουμε και αυτό έχει μέσα του μια αδιόρατη πικρία. 

Αν βέβαια γινόμασταν ''φίλοι '' με τον εικοσάχρονο Καμύ , αυτό θα ήταν κάπως διαφορετικό. Μπορεί να ήμασταν συμφοιτητές του ας πούμε ή συνάδελφοι κι εκείνος δε θα είχε γίνει ακόμη μύθος, θα ήταν ευκολότερο να κάνουμε πλάκα μαζί του και να σχολιάζουμε γεγονότα . Σαγηνευτική εικασία ε; Σκέψου τι θα μας προσέφερε μια τέτοια αλληλεπίδραση - πόσο πιο προσιτές θα ήταν οι μεγάλες σκέψεις , πόσο θα μπορούσε να ακονιστεί το πνεύμα μας. Σου φαίνονται λίγο υπερβολικά αυτά,  κάπως αφελή και ρομαντικά; 
Σκέψου τώρα τι συμβαίνει στις μέρες μας, πόσοι βιλιόφιλοι είναι φίλοι με συγγραφείς φτασμένους και αναγνωρισμένους ή  με νέους συγγραφείς, φερέλπιδες ή επίδοξους. Ξέρεις τι σκέφτομαι; 

Ότι πια,  μόνο από τα λεγόμενα ενός συγγραφέα στο facebook, από τις αντιδράσεις και τις απαντήσεις του, μπορείς να καταλάβεις την ευφράδεια, το πάθος του, τη λογοτεχνική του σκέψη, μπορείς να δεις την σαρκαστική του διάθεση και την αίσθηση του χιούμορ, να εκτιμήσεις την ευγένειά του , τον συγκροτημένο του νου και το θάρρος του, μπορείς ακόμη πολύ αδρά να προβλέψεις τον αέρα των γραπτών του κειμένων προτού καν τα διαβάσεις. Ή μπορεί να δεις και άλλα πράγματα, φιλαυτία, υπεροψία, διάθεση κολακείας, συντακτικά λάθη (!), αερολογίες που πείθουν κάποιους πως είναι φιλοσοφημένες σκέψεις, ναρκισσισμό, έλλειψη φαντασίας . Πλέον αυτή η αλληλεπίδραση που αρκετοί τις προηγούμενες δεκαετίες λαχταρούσαν , αυτή η ευκολία προσέγγισης των μεγάλων πνευμάτων - έστω και σε ένα βαθμό- υπάρχει πια στις μέρες μας. 

Και το καλύτερο είναι ότι μπορείς να καταλάβεις εκείνους που πραγματικά έχουν στόφα συγγραφέα και λογοτεχνικό βάθος- ακόμη κι αν δεν είναι  αναγνωρίσιμοι στις ομάδες του facebook  ή ακόμη κι αν δεν έχουν προς το παρόν εκδώσει κάτι- από εκείνα που λένε κι από κείνα που αποσιωπούν . Και σκέψου , τι ευλογία, όταν θα έχεις αποθησαυρίσει μερικές τέτοιες συζητήσεις από συνομηλίκους που στο μέλλον θα διαπρέψουν, όταν παρακολουθείς συγγραφείς εν τη γενέσει και εν τη εξελίξει τους. 
Συναρπαστικό;

 Μη λυπάσαι λοιπόν που δεν πρόλαβες να απολαύσεις τον Καμύ στο facebook. 

Γιατί απλά , ο μελλοντικός Καμύ είναι ήδη ανάμεσά μας.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

''Πες μου να έρθω κι όλα τ'αφήνω..αλλά πες μου το'' , 'Αλμπερτ Εσπινόσα






΄΄Συνέχισα να σημειώνω τα στοιχεία της δουλειάς. Όπως πάντα, η φωνή που μου ανέθετε κάτι προσπαθούσε να ακούγεται ήρεμη αλλά διαφαινόταν ένας φρικτός πανικός. 
Ξεπερνούσε σχεδόν δεκαπέντε ή δεκαέξι φορές τον φόβο ενός παιδιού που μόλις θα έχανε τις αμυγδαλές του. Είναι που πάντοτε είχα ως μέτρο του φόβου εκείνη την πρώτη μου τρομάρα. 
''Τι ηλικία έχει το παιδί;'' ρώτησα.
Αν ήταν μικρότερο από έντεκα ετών , δε δεχόμουν ποτέ τη δουλειά. Ήμουν πολύ αυστηρός μ'αυτόν τον κανόνα. Μακάρι να ήμουν τόσο ξεκάθαρος όσο με τη δουλειά μου και με τα υπόλοιπα πράγματα στη ζωή μου. 
''Τώρα θα κλείσει τα δέκα''απάντησε ο άντρας στο τηλέφωνο. Η φωνή του έσπασε ελαφρά.
Αυτό καθιστούσε αδύνατο να αναλάβω την περίπτωση αλλά εξακολουθούσα να ρωτάω. Υποθέτω για να μην κλείσω και βρεθώ αντιμέτωπος μαζί της. Χρειαζόμουν χρόνο να αποφασίσω τι θα κάνω, τουλάχιστον λίγο ακόμη..
''Πότε εξαφανίστηκε;'' 
Αν  ήταν λιγότερο από τρεις μέρες ή περισσότερο από δύο χρόνια, δε θα το αναλάμβανα. Ήταν κάτι σαν κώδικας. Με τον καιρό ανακάλυψα πως οι κώδικες έχουν νόημα στη δουλειά, στη σχέση ποτέ.
''Ακριβώς δύο μέρες'' . Δύο στα δύο. Αυτή δεν ήταν υπόθεση για μένα. 
Έπρεπε να φερθώ ρεαλιστικά και να το ξεκαθαρίσω σε εκείνον τον άνθρωπο πριν ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι μπορούσα να τον βοηθήσω''

Ο Ντάνι δέχεται ένα τηλεφώνημα για μια νέα υπόθεση εξαφάνισης παιδιού , την στιγμή που η σύντροφός του ετοιμάζει τις βαλίτσες της για να τον εγκαταλείψει. Καθώς πηγαίνει στο Κάπρι , τον τόπο που ζει η οικογένεια του παιδιού , που επίσης συνδέεται με αναμνήσεις από τη δική του φυγή από το σπίτι στα δεκατρία του χρόνια, κάνει μια βουτιά στο παρελθόν προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει το παρόν του. Η δική του παιδική ηλικία έχει από όλα, βασανιστικά ερωτήματα που δε μοιάζουν με των άλλων παιδιών, εμπειρίες δυνατές -που από έναν εξωτερικό παρατηρητή δε φαίνονται ως τέτοιες- και μια τραγικότητα καθόλου μελοδραματική , που συγκινεί αλλά δεν καταρρακώνει , ειπωμένη με την απλότητα ενός παιδιού και την ψύχραιμη ματιά ενός ενήλικα.
 Η ιστορία λοιπόν εξελίσσεται περισσότερο στο παρελθόν με συνεχή φλας μπακ, καθώς ο ήρωας προσπαθεί να κατανοήσει το παρόν του μέσα από το φακό του παρελθόντος , με μια παράλληλη επείγουσα υπόθεση να τρέχει στο τώρα . 
Η διήγηση σταματά συνέχεια - ή μάλλον διακόπτεται από το παρόν και δύο ιστορίες του παρελθόντος που αποκαλύπτονται σιγά σιγά- ίσως περισσότερο σταδιακά από ότι μπορούσα να αντέξω. 
Αν και γενικά είναι μάλλον καλογραμμένο, χαριτωμένο και έχει μια σπιρτάδα, μου φάνηκε κάπως εξόφθαλμα ηθελημένη όλη αυτή η διακοπή και επανασύνδεση και τα φλας μπακ ελαφρώς στημένα, όπως όταν κάποιος προσπαθεί επίτηδες να μας κρατήσει το ενδιαφέρον. 

Πάντως , αυτό που με παρακίνησε περισσότερο στην αγορά του, η υπεροχή του -όπως διατείνεται το οπισθόφυλλο- έναντι της  Κομψότητας του σκαντζόχοιρου της Μπαρμπερύ, ομολογώ πως δεν το είδα..




''Πες μου να έρθω κι όλα τ'αφήνω..αλλά πες μου το''   , 'Αλμπερτ Εσπινόσα, σελ 238, εκδ Πατάκη, Μάιος 2014




Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

''Το ζουμί του πετεινού'' Γιάννης Μακριδάκης





''Τελικά την έσπασε τη ρημάδα και ξέδωσε. Παραμονή Τσικνοπέμπτης ήτανε, γύρω στις εννιά το βράδυ , σαν πέταξε το τασάκι και την επήρε την παρουσιάστρια στο δόξα πατρί, της έκοψε την ανάσα πάνω που πήγαινε να πει τα πιο σημαντικά νέα · ένα τσαφ έγινε, πεταχτήκανε κάτι σπίθες , πέσανε και τα φώτα του μαγαζιού, αλλά από κείνη την ώρα και ύστερα σα να συνήλθε ο Παναγής, πήγε για ύπνο πιο ήσυχος και με την αυγή σηκώθηκε σαν καινούργιος, σα να μην πέρασε ποτέ την κρίση εκείνη , έβαλε κι ένα ριφάκι στο φούρνο για να τσικνίσουνε το βράδυ μαζί με το Θωμά, τον φίλο του τον κυνηγό , που ανηφόρισε κατά κει από νωρίς κι εκείνος, βαστούσε κι έναν πετεινό για πεσκέσι, πρωί πρωί τον έσφαξε για να του τον πάει διότι ήξερε πως ήτανε πια λιγόψυχος ο Παναγής , δεν έκανε για τέτοιες δουλειές, τον εγνώριζε καλά ο Θωμάς, απ' όξω κι ανακατωτά, ιδέα όμως δεν είχε για την κατάστασή του την τελευταία''

Στην αρχή είπα να μετρήσω πόσες τελείες υπάρχουν σε αυτήν τη μικρή νουβέλα των 92 σελίδων. Έπειτα το πήρα απόφαση πως το έργο διαβάζεται με μια ανάσα και ίσως μάλιστα να γράφτηκε κι έτσι, με μια γραφή, χωρίς πολλά περάσματα . Η γλώσσα του είναι  χειμαρρώδης, τόσο αυθόρμητη που μοιάζει σχεδόν ακατέργαστη. Το θέμα του είναι σχετικά απλό- αν και έχει κάποιο διδακτισμό. 

 Ένας αγρότης , ο Παναγής, ευτυχισμένος κι αποτραβηγμένος στο αγρόκτημά του με τη γυναίκα του Θεοδοσία, τα φυτά και τα ζώα του που πια μόνο φροντίζει- και δεν σφάζει- μαθαίνει μια μέρα πως η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση και πως ξεπουλιούνται όλα στους δανειστές. Η αναστάτωσή του και η προσπάθειά του να πείσει για την ομορφιά της αυτάρκειας που δίνει η ζωή κοντά στη φύση τους παρουσιαστές της τηλεόρασης είναι πολύ συμπαθητική. Ο Παναγής είναι ένας χαρακτήρας οικείος, είναι ο παππούς μας ή ο θείος μας ή ο πατέρας μας, άρχοντας και φιλόξενος, απλός και πλούσιος, η προσωποποίηση της ζωής που νοσταλγούμε αλλά αποφεύγουμε . Και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του βιβλίου,  η οικονομική κρίση ειδωμένη όχι πια μέσα από την αγωνία των ανέργων της μεγαλούπολης αλλά υπό το πρίσμα αυτών που δεν έχουν απωλέσει την αυτάρκειά τους- πόσο ξένη τους μοιάζει η αγωνία μας, πόσο ακατανόητη και μάταιη..

Ένα διαφορετικό βιβλίο για την κρίση , που η μισή του ομορφιά είναι ακριβώς το ιδιαίτερο ύφος του . 


''Το ζουμί του πετεινού'', Γιάννης Μακριδάκης, σελ 92. εκδόσεις της Εστίας, 2012




Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

''Σας αρέσει ο Μπράμς;'' , Φρανσουάζ Σαγκάν







''Στις έξι'' , της έγραφε ο Σιμόν , ''έχει μια πολύ ωραία συναυλία στην αίθουσα Πλεγιέλ. Σας αρέσει ο Μπραμς; Συγγνώμη για χτες''
Χαμογέλασε. Εκείνο το ''Σας αρέσει ο Μπραμς;'' ήταν από τις ερωτήσεις που συνήθιζαν να της κάνουν τα αγόρια στα δεκαεφτά της .Βέβαια παρόμοιες της είχαν γίνει κι αργότερα, χωρίς όμως αυτοί που τις έκαναν να νοιάζονται και πολύ για την απάντησή της. Άλλωστε σε κείνο το περιβάλλον που ζούσε και σε κείνη την περίοδο της ζωής της, κανείς δεν άκουγε κανένα. Κι έπειτα , της άρεσε αλήθεια ο Μπραμς;''


Η Πώλα είναι τριάντα εννέα χρονών . Τα τελευταία χρόνια διατηρεί μια ελεύθερη σχέση με τον Ροζέ, σχέση που έχει πια μπολιαστεί με μητρική ανοχή- εκείνη του είναι αφοσιωμένη ενώ αυτός παραδέρνει συχνά σε ξένες αγκαλιές, σπρωγμένος από μια ατέλειωτη δίψα για νέες εμπειρίες . Η σχέση τους λοιπόν είναι τακτοποιημένη, βολική, βρίσκονται όποτε ο Ροζέ έχει όρεξη για βραδινή έξοδο για φαγητό και ποτό και καταλήγει συχνά με ένα φιλί στην εξώπορτά της για ''καληνύχτα''. Αγαπούν ο ένας τον άλλο και αυτή η κατανόηση και η συντροφικότητα γεμίζουν τις νύχτες της και καταλαγιάζουν τις ενοχές του. Ωστόσο η Πώλα νιώθει τη μοναξιά , ντυμένη με τις σκιές και τις πρώτες ρυτίδες των τριάντα εννέα της χρόνων, να τη βαραίνει.

Η Πώλα είναι διακοσμήτρια . Κάποια μέρα την καλεί μια πλούσια Αμερικάνα , η Βαν ντε Μπελ και της αναθέτει τη διακόσμηση του διαμερίσματός της. Ο Σιμόν Βαν ντε Μπελ είναι ο γιος της , εξαιρετικά νέος -μόλις είκοσι πέντε ετών- , εξοργιστικά όμορφος,  ανησυχητικά ονειροπόλος και αφόρητα μελοδραματικός. Την ερωτεύεται και την πολιορκεί , με την αδεξιότητα ενός έφηβου και την επιμονή ενός άντρα. 
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πιστέψει η Πώλα στην πιθανότητα μιας ευτυχίας; Γιατί δεν αναγνωρίζει στον εαυτό της τη δεύτερη ευκαιρία; Πώς συνεχίζει να αγαπά έναν άντρα που δεν έχει τη συναισθηματική νοημοσύνη να αντιληφθεί πόσο της κοστίζει η μοναξιά που την καταδικάζει η αφοσίωσή της και η απουσία του; Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να αφεθεί στον υπέροχο -μέσα στα νιάτα του - Σιμόν ;
Ο Σιμόν ερωτεύεται τη μοναξιά της, η Πώλα ερωτεύεται την οικειότητα της παλιάς της σχέσης και ο Ρενέ τη διεκδικεί με πάθος , ως αδιαμφισβήτητη κατάκτησή του . Ο κάθε ένας αγαπά τον άλλο όχι ως πρόσωπο αλλά ως προβολή των δικών του επιθυμιών. Κανένας δεν μπορεί να δει τον εαυτό του έξω από τη σχέση κι αυτό τους εμποδίζει να απαγκιστρωθούν από αυτήν . Παραμένουν πιστοί- ή καλύτερα δέσμιοι- στην απατηλή αίσθηση μιας αγάπης που δεν αναζωογονεί αλλά αφυδατώνει.

Μια απλή πλοκή και μια δυνατή πένα , υφαίνουν μειλίχια μια ιστορία , από κείνες που σου μένουν. 




''Σας αρέσει ο Μπράμς;'' , Φρανσουάζ Σαγκάν, σελ. 160 εκδ. Ζαχαρόπουλος 1995